Βρίσκονταν σε
κεντρικά σημεία της πόλης, με αγοραία κίνηση. Μερικά ήταν διαμπερή μαγαζιά (με
2 εισόδους). Χρησιμοποιούσαν και το πεζοδρόμιο, εκθέτοντας τα είδη. Οι εσωτερικοί
τοίχοι είχαν ράφια μέχρι το ταβάνι (ψηλοτάβανα κτίρια) γεμάτα προϊόντα. Με σκάλα
ανέβαιναν και έπαιρναν όσα βρίσκονταν στα επάνω ράφια. Άλλα προϊόντα μέσα σε σακιά
(π.χ. όσπρια, ρύζι, κ.ά.) ήταν μπροστά από τους πάγκους. Είχαν και υπόγειο όπου
αποθήκευαν κυρίως τα υγρά (πετρέλαιο, οινόπνευμα, λάδια, κ.ά.). Άλλα προϊόντα πιο
μικρά σε μέγεθος ήταν επάνω στους στενόμακρους μαρμάρινους πάγκους, όπου επίσης
ήταν οι ζυγαριές, εφόσον όλα τα είδη ήταν χύμα και έπρεπε να ζυγιστούν. Στην άκρη
ήταν η πλάστιγγα, για να ζυγίζουν μεγάλες ποσότητες προϊόντων μέσα σε σακιά.
Τα καταστήματα
αυτά είχαν ανάγκη από προσωπικό, με πολλούς βοηθούς (μπακαλόπαιδα ή μπακαλόγατοι).
Τα πατώματα ήταν ξύλινα και είχαν ποτιστεί από χυμένα προϊόντα, με αποτέλεσμα να
είναι χαρακτηριστική η μυρωδιά τους από τα παστά (μπακαλιάρο κυρίως) το φωτιστικό
πετρέλαιο, τα λάδια, τα τυριά και επίσης μύριζαν τα διάφορα μπαχαρικά.
Τα προϊόντα δεν
ήταν συσκευασμένα, όπως σήμερα. Ο πελάτης δεν έπαιρνε από τα ράφια το προϊόν. Έπρεπε
να αποταθεί σε υπάλληλο του καταστήματος. Εκείνος έδειχνε το προϊόν και ετοίμαζε
τη ζητούμενη ποσότητα. Αν το είδος ήταν στερεό, τότε το έβαζε σε χαρτοσακούλα (μικρή
ή μεγάλη) και το ζύγιζε. Χρησιμοποιούσε μικρή ή μεγάλη σέσουλα6. Έκλεινε τη σακούλα
και την έδενε με σπάγκο (τότε δεν υπήρχαν κολλητικές ταινίες). Τα μακαρόνια, από
τις τοπικές βιομηχανίες7 ήταν πάντα χύμα, τα τύλιγε με εφημερίδα ή άλλο μεγάλο χαρτί
και τα έδενε με σπάγκο. Θυμίζουμε ότι μονάδα μέτρησης της ποσότητας ενός υλικού
ήταν τότε η οκά8. Για τις πολύ μικρές ποσότητες, έφτιαχναν ένα χωνάκι με εφημερίδα,
έβαζαν μέσα το προϊόν, το ζύγιζαν και το έκλειναν διπλώνοντας την άκρη.
Για τα υγρά,
έπρεπε ο πελάτης να φέρει μαζί του κάποιο δοχείο (συνήθως γυάλινο μπουκάλι, τσίγκινο
δοχείο ή δαμιζάνα) για να βάλουν μέσα το υγρό προϊόν (λάδι, πετρέλαιο, οινόπνευμα,
ξύδι, μπύρες9, ούζο10, λικέρ). Με κατάλληλα μετρικά δοχεία της μιας οκάς, μισής
οκάς (ή 200 δράμια) και τέταρτου οκάς (καρτούτσο ή 100 δράμια), έβαζε την ποσότητα
που ήθελε ο πελάτης στο δοχείο. Τα μπακάλικα συνήθως δεν πουλούσαν κρασί (υπήρχαν
στη Λαμία οινοπωλεία και κρασαποθήκες για το σκοπό αυτό).
Συσκευασμένα
σε μεταλλικά κουτιά (κονσέρβες) υπήρχαν για ορισμένα είδη όπως ο τοματοπελτές, διάφορες
κομπόστες, οι σαρδέλες του κουτιού, κ.ά. Κι αυτά όμως μπορούσαν να πουληθούν
και χύμα, π.χ. φτωχοί πελάτες ζητούσαν 1 δρχ. πελτέ, ή 20 δράμια σαρδέλες!
Για να μεταφέρει
τα ψώνια του, έπρεπε ο πελάτης να φέρει μαζί του μια πάνινη ή πλεχτή τσάντα, ένα
δίχτυ ή μικρό καλάθι, εφόσον το κατάστημα δεν έδινε σακούλες όπως σήμερα (τα πλαστικά
ήταν τότε άγνωστα). Αν τα προϊόντα ήταν σχετικά λίγα, τότε στο μαγαζί τα έκαναν
ένα μεγαλύτερο πακέτο, με χαρτί εφημερίδας δεμένο με σπάγκο, ώστε να το μεταφέρει
ευκολότερα.
Τα περισσότερα
προϊόντα υπάρχουν και σήμερα, ενώ μερικά άλλα έπαψαν να κυκλοφορούν
(όπως π.χ. η ασετυλίνη, τα χαρούπια, κ.ά.).
Αυτό όμως που
θα ήθελα να κρατήσουμε είναι το διχτάκι.
Μήπως είναι καιρός
να το ΞΑΝΑ βάλουμε στην ζωή μας? Γιατί από εμάς εξαρτάται τελικά η σωτηρία του Πλανήτη.
Once upon a time,back in 50s,the net bag was used to carry the daily shopping and not only.It is high time to got one! It comes in several colors and sizes to suit every taste and mood!